θιασώτῃ

θιασώτῃ
θιασώτης
member of a
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θιασωτικός — θιασωτικός, ή, όν (Α) [θιασώτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε θιασώτη …   Dictionary of Greek

  • Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Γκρανάδος ι Καμπίνχα, Ενρίκε — (Enrique Granados y Cabinha, Λέριδα 1867 – Στενό της Μάγχης 1916).Ισπανός συνθέτης και πιανίστας. Μόλις πήρε το δίπλωμά του στο πιάνο από το Ωδείο της Βαρκελώνης, όπου σε έναν διαγωνισμό πιάνου το 1883 είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο, άρχισε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”